- παγκαίνιστος
- παγκαίνιστος, -ον (Α)αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + καινίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγκαίνιστον — παγκαίνιστος ever renewed masc/fem acc sg παγκαίνιστος ever renewed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek